μαρμαροπελεκητός

μαρμαροπελεκητός
-ή, -ό
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πελεκητό, λείο μάρμαρο
2. μτφ. (κυρίως για χέρια και λαιμό γυναίκας) λείος και λευκός σαν μάρμαρο (έχεις το λαιμό χυτό, μαρμαροπελεκητό», δημ. τραγούδι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”